κοπέλλι

κοπέλλι
το
βλ. κοπέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …   Dictionary of Greek

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek

  • πίβουλος — η, ο, Ν 1. (στον Ερωτόκρ.) δόλιος, επίβουλος, πανούργος, απατεώνας («πίβουλο κοπέλλι») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) πίβουλα δόλια, με δόλο, με πανουργιά («όσ ώρα τούτα η Αρετή πίβουλ αναθιβάνει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπίβουλος με σίγηση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”